fraŭla
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭla | fraŭlaj |
αιτιατική | fraŭlan | fraŭlajn |
fraŭla (eo)
- σχετικός με τους ανύπαντρους