franchising
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- franchising < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος franchise
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
franchising (en)