Μετάβαση στο περιεχόμενο

frayed

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός frayed
συγκριτικός more frayed
υπερθετικός most frayed

frayed (en)

  • ξεφτισμένος, για ρούχα που έχουν ξεφτίσει
    ⮡  She was wearing an old, frayed robe.
    Φορούσε μια παλιά ξεφτισμένη ρόμπα.
    ⮡  I’m trimming the frayed ends off the fabric to make it even.
    Ξακρίζω τα ξέφτια στο ύφασμα και το κάνω ίσιο.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

frayed (en)