frayed
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | frayed |
συγκριτικός | more frayed |
υπερθετικός | most frayed |
frayed (en)
- ξεφτισμένος, για ρούχα που έχουν ξεφτίσει
- ⮡ She was wearing an old, frayed robe.
- Φορούσε μια παλιά ξεφτισμένη ρόμπα.
- ⮡ I’m trimming the frayed ends off the fabric to make it even.
- Ξακρίζω τα ξέφτια στο ύφασμα και το κάνω ίσιο.
- ⮡ She was wearing an old, frayed robe.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]frayed (en)