frenemy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
frenemy | frenemies |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- frenemy < συμφυρμός των friend + enemy
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfɹɛ.nɪ.mi/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
frenemy (en)
- άτομο που προσποιείται ότι είναι φίλος, αλλά στην πραγματικότητα είναι εχθρός