frog
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
frog
frogs
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
frog
(en)
(
αμφίβιο
)
βάτραχος
(
χυδαίο
)
Γάλλος
,
Γαλλίδα
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αμφίβια (αγγλικά)
Ζώα (αγγλικά)
Χυδαιολογίες (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
Ænglisc
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Български
বাংলা
Brezhoneg
Català
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Frysk
Gaeilge
Galego
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Kernowek
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
മലയാളം
ဘာသာ မန်
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
Volapük
粵語
中文
Bân-lâm-gú
IsiZulu