Γάλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γάλλος < → λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε Γαλλ(ία) + -ος
Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα 1
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | Γάλλος | Γαλλίδα | Γάλλοι | Γαλλίδες |
γενική | Γάλλου | Γαλλίδας | Γάλλων | Γαλλίδων |
αιτιατική | Γάλλο | Γαλλίδα | Γάλλους | Γαλλίδες |
κλητική | Γάλλε | Γαλλίδα | Γάλλοι | Γαλλίδες |
Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γαλλίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Γαλλία ή έχει γαλλική υπηκοότητα
- ευνούχος ιερέας της θεάς Κυβέλης στην αρχαία Φρυγία[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Γαλλία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γάλλος
Κύριο όνομα 2
[επεξεργασία]Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γάλλου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Γάλλος, γάλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Δημητράκος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)