front door
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
front door | front doors |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]front door (en)
- η εξώπορτα
ενικός | πληθυντικός |
front door | front doors |
front door (en)