front door
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
front door | front doors |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
front door (en)
- η εξώπορτα
ενικός | πληθυντικός |
front door | front doors |
front door (en)