frua
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frua | fruaj |
αιτιατική | fruan | fruajn |
frua (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frua | fruaj |
αιτιατική | fruan | fruajn |
frua (eo)