fuco
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
fuco <
λατινική
fucus
που προέρχεται από το ελληνικό
ϕῦκος
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
fuco
(it)
(
εντομολογία
) ο
κηφήνας
(αρσενική μέλισσα)
(
βοτανική
)
είδος
άλγης
|
χρώμα
που κατασκευάζεται από φύκια
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
Ιταλική γλώσσα
Ουσιαστικά (ιταλικά)
Εντομολογία (ιταλικά)
Βοτανική (ιταλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Esperanto
Español
Suomi
Français
Magyar
Ido
Italiano
한국어
Polski
Русский
Türkçe