fulfill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | fulfill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fulfills |
αόριστος | fulfilled |
παθητική μετοχή | fulfilled |
ενεργητική μετοχή | fulfilling |
Ρήμα[επεξεργασία]
fulfill (en)