fulfill
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | fulfill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fulfills |
αόριστος | fulfilled |
παθητική μετοχή | fulfilled |
ενεργητική μετοχή | fulfilling |
Ρήμα
[επεξεργασία]fulfill (en) (μεταβατικό, αμερικανική γραφή)
- πραγματοποιώ, εκπληρώνω, πετυχαίνω αυτό που ήλπιζα ή περίμενα
All my dreams were fulfilled.
- Όλα τα όνειρά μου πραγματοποιήθηκαν.
All my ambitions have been fulfilled.
- Όλες μου οι φιλοδοξίες έχουν εκπληρωθεί.
- (επίσημο) εκπληρώνω, εκτελώ, πληρώ, κάνω ή έχω αυτό που απαιτείται
I am fulfilling my duties.
- Εκπληρώνω/Εκτελώ τα καθήκοντά μου.
He is not entitled to a pension because he didn’t fulfill the pension terms.
- Δε δικαιούται να πάρει σύνταξη, γιατί δεν πληροί τους όρους συνταξιοδότησης.
The necessary conditions are (not) fulfilled.
- (Δεν) πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
- εκπληρώνω έναν ρόλο
Kindergartens should fulfill the role of preparing children for school.
- Τα νηπιαγωγεία θα πρέπει να εκπληρώνουν τον ρόλο της προετοιμασίας των παιδιών για το σχολείο.
- ικανοποιώ, γεμίζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται χαρούμενος και ικανοποιημένος με αυτό που κάνει ή έχει κάνει
He was able to fulfill himself through his painting.
- Μπόρεσε να ικανοποιηθεί μέσα από τη ζωγραφική του.
My job doesn’t fulfill me.
- Η δουλειά μου δε με γεμίζει.
- εκτελώ, συσκευάζω και στέλνω κάτι που έχει παραγγείλει ένας πελάτης
We will cancel the order if you don’t fulfill it in ten days.
- Θα ακυρώσουμε την παραγγελία, αν δεν την εκτελέσετε σε δέκα μέρες.