générique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
générique | génériques |
générique (fr) αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
générique | génériques |
générique (fr) αρσενικό ή θηλυκό