Μετάβαση στο περιεχόμενο

générique

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
générique génériques

générique (fr) αρσενικό

  1. το γενόσημο
  2. το ζενερίκ ενός φιλμ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
générique génériques

générique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενικός