Μετάβαση στο περιεχόμενο

gêne

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: gene, gène, -gène

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gêne < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒɛn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gêne gênes

gêne (fr) θηλυκό

  1. η ενόχληση
  2. η δυσφορία

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]