gabariage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gabariage gabariages

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gabariage < gabari(t) + -age → δείτε τη λέξη gabarier

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡa.ba.ʁjaʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gabariage (fr) αρσενικό

  1. η ενέργεια de construire un gabarit de navire
    λείπει η μετάφραση
  2. κατασκευή ενός προτύπου
  3. σύγκριση με ένα πρότυπο

Πηγές[επεξεργασία]

  • gabariage - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online