gamine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gamine (en) θηλυκό (στο αρσενικό: gamin)
Επίθετο
[επεξεργασία]gamine (en)
- χαρακτηρισμός για κορίτσι που αγορίστικη, ατίθαση θελκτικότητα