gamine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gamine < γαλλική gamine

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gamine (en) θηλυκό (στο αρσενικό: gamin)

  1. (για κορίτσι) παιδί του δρόμου, αλητάκι, χαμίνι
  2. παιχνιδιάρικο ή άτακτο κορίτσι

Επίθετο

[επεξεργασία]

gamine (en)

  • χαρακτηρισμός για κορίτσι που αγορίστικη, ατίθαση θελκτικότητα