gang up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | gang up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gangs up |
αόριστος | ganged up |
παθητική μετοχή | ganged up |
ενεργητική μετοχή | ganging up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]gang up (en)
- (ανεπίσημο) συνασπίζονται όλοι εναντίον κάποιου
- ⮡ They ganged up on/against me.
- Συνασπίστηκαν όλοι εναντίον μου.
- ⮡ They ganged up on/against me.