gender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gender | genders |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gender (en)
- το σύνολο των κοινωνικών χαρακτηριστικών του φύλου, αρσενικού ή θηλυκού
- (γραμματική) το γένος