generacio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | generacio | generacioj |
αιτιατική | generacion | generaciojn |
generacio (eo)
- η γενιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | generacio | generacioj |
αιτιατική | generacion | generaciojn |
generacio (eo)