genocídio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

genocídio (pt) <

ενικός πληθυντικός
genocídio genocídios

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

genocídio (pt)

  1. η γενοκτονία, ο αφανισμός λαού ή συγκεκριμένης εθνότητας ή φυλής (π.χ. γενοκτονία Αρμενίων)
  2. μεγάλη σφαγή αμάχων