genouillère
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
genouillère | genouillères |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]genouillère (fr) θηλυκό
- εξάρτημα που προστατεύει το γόνατο
- (τεχνολογία) γωνία ενός σωλήνα
ενικός | πληθυντικός |
genouillère | genouillères |
genouillère (fr) θηλυκό