genouillère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
genouillère | genouillères |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
genouillère (fr) θηλυκό
- εξάρτημα που προστατεύει το γόνατο
- (τεχνολογία) γωνία ενός σωλήνα