Μετάβαση στο περιεχόμενο

genouillère

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
genouillère genouillères

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

genouillère (fr) θηλυκό

  1. εξάρτημα που προστατεύει το γόνατο
  2. (τεχνολογία) γωνία ενός σωλήνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]