getirmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
getirmek < οθωμανική τουρκική كتیرمك (getirmek) < πρωτοτουρκική *kẹl- (έρχομαι) + πρωτοτουρκική *-tür (αίτιο επίθημα).

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɟɛtiɾˈmɛc/

getirmek (tr)

  1. φέρνω, μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
    gazetenizi getirdim. — σας έφερα την εφημερίδα σας.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]