giclée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
giclée giclées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

giclée (fr) θηλυκό

  1. η αναπήδηση ενός υγρού
  2. (οικείο) η εκπυρσοκρότηση, ο καταιγισμός ενός αυτόματου όπλου

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη gicler