glaso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glaso | glasoj |
αιτιατική | glason | glasojn |
glaso (eo)
- το ποτήρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glaso | glasoj |
αιτιατική | glason | glasojn |
glaso (eo)