glavo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glavo | glavoj |
αιτιατική | glavon | glavojn |
glavo (eo)
- το ξίφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glavo | glavoj |
αιτιατική | glavon | glavojn |
glavo (eo)