Μετάβαση στο περιεχόμενο

glossaire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
glossaire < λατινική glossarium < αρχαία ελληνική γλῶσσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
glossaire glossaires

glossaire (fr) αρσενικό