γλωσσάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλωσσάριο τα γλωσσάρια
      γενική του γλωσσαρίου
γλωσσάριου
των γλωσσαρίων
    αιτιατική το γλωσσάριο τα γλωσσάρια
     κλητική γλωσσάριο γλωσσάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλωσσάριο < (ελληνιστική κοινή) γλωσσάριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλωσσάριο ουδέτερο

  • μικρο ερμηνευτικό λεξικό για ειδικούς όρους, για ορολογία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]