Μετάβαση στο περιεχόμενο

go slow

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go slow <  δείτε τις λέξεις go και slow

Έκφραση

[επεξεργασία]

go slow (en)

  • (ιδιωματισμός) πάω με το μαλακό, κόβω την πολλή δουλειά
      You should go slow (moderate working) until you are completely well again.
    Θα έπρεπε να πας με το μαλακό (να μετριάσεις τη δουλειά) ώσπου να ξαναγίνεις εντελώς καλά.
     συνώνυμα: take it easy