slow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | slow |
συγκριτικός | slower |
υπερθετικός | slowest |
slow (en)
- αργός, βραδύς, που δεν κινείται, δεν ενεργεί ή δεν γίνεται γρήγορα, που διαρκεί πολύ
- ⮡ a slow train/journey - αργό τρένο/ταξίδι
- ⮡ a slow death - αργός θάνατος
- ⮡ with slow steps - με αργά βήματα
- ⮡ The train was slow and we arrived at the border late.
- Το τρένο ήταν αργό και φτάσαμε στα σύνορα με καθυστέρηση.
- ⮡ Economic growth was progressing at a slow rate.
- Η ανάπτυξη της οικονομίας ακολούθησε αργούς ρυθμούς.
- ⮡ Greece had slower growth relative to other European countries.
- Η Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
- ≠ αντώνυμα: fast
- αργός, αργώ, αργοπορώ, διστάζω να κάνω κάτι ή να μην κάνω κάτι αμέσως
- ⮡ He is always slow in his work.
- Στις δουλειές του είναι πάντα αργός.
- ⮡ The child was slow to speak/to walk.
- Το παιδί άργησε να μιλήσει / να περπατήσει.
- ⮡ I was slow to understand.
- Άργησα να καταλάβω.
- ⮡ Don’t be slow in getting dressed/to get dressed.
- Μην αργοπορήσεις να ντυθείς.
- ⮡ He is always slow in his work.
- αργός, δεν μαθαίνω γρήγορα· δυσκολεύομαι να καταλάβω πράγματα
- ⮡ He has a slow wit.
- Είναι αργός στο μυαλό.
- ⮡ He has a slow wit.
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | slow |
συγκριτικός | slower |
υπερθετικός | slowest |
slow (en)
- αργώ, κάνω κάτι με αργή ταχύτητα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slows |
αόριστος | slowed |
παθητική μετοχή | slowed |
ενεργητική μετοχή | slowing |
slow (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιβραδύνω, μειώνω, κόβω (ταχύτητα)
- ⮡ We slowed down the enemy’s advance.
- Επιβραδύναμε την εχθρική προέλαση.
- ⮡ I am slowing production down.
- Επιβραδύνω/Μειώνω την παραγωγή.
- ⮡ Progress was slowed by…
- Η πρόοδος επιβραδύνθηκε από…
- ⮡ Slow down before you reach the intersection.
- Κόψε (ταχύτητα) πριν φθάσεις στο διασταύρωση.
- ⮡ We slowed down the enemy’s advance.
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- slow (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- slow (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- slow (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 121, 319, 454-456. ISBN 9780194325684., λήμμα: αργός, αργώ, επιβραδύνω, κόβω