Μετάβαση στο περιεχόμενο

slow

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός slow
συγκριτικός slower
υπερθετικός slowest

slow (en)

  1. αργός, βραδύς, που δεν κινείται, δεν ενεργεί ή δεν γίνεται γρήγορα, που διαρκεί πολύ
      a slow train/journey - αργό τρένο/ταξίδι
      a slow death - αργός θάνατος
      with slow steps - με αργά βήματα
      The train was slow and we arrived at the border late.
    Το τρένο ήταν αργό και φτάσαμε στα σύνορα με καθυστέρηση.
      Economic growth was progressing at a slow rate.
    Η ανάπτυξη της οικονομίας ακολούθησε αργούς ρυθμούς.
      Greece had slower growth relative to other European countries.
    Η Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
     αντώνυμα: fast
  2. αργός, αργώ, αργοπορώ, διστάζω να κάνω κάτι ή να μην κάνω κάτι αμέσως
      He is always slow in his work.
    Στις δουλειές του είναι πάντα αργός.
      The child was slow to speak/to walk.
    Το παιδί άργησε να μιλήσει / να περπατήσει.
      I was slow to understand.
    Άργησα να καταλάβω.
      Don’t be slow in getting dressed/to get dressed.
    Μην αργοπορήσεις να ντυθείς.
  3. αργός, δεν μαθαίνω γρήγορα· δυσκολεύομαι να καταλάβω πράγματα
      He has a slow wit.
    Είναι αργός στο μυαλό.

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός slow
συγκριτικός slower
υπερθετικός slowest

slow (en)

  • αργώ, κάνω κάτι με αργή ταχύτητα
      You are going way too slow, can’t you work faster?
    Αργείς πάρα πολύ, δεν μπορείς να δουλέψεις πιο γρήγορα;
      Tell the driver to go slower.
    Πες στον οδηγό να πηγαίνει πιο αργά.
     συνώνυμα: slowly

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας slow
γ΄ ενικό ενεστώτα slows
αόριστος slowed
παθητική μετοχή slowed
ενεργητική μετοχή slowing

slow (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) επιβραδύνω, μειώνω, κόβω (ταχύτητα)
      We slowed down the enemy’s advance.
    Επιβραδύναμε την εχθρική προέλαση.
      I am slowing production down.
    Επιβραδύνω/Μειώνω την παραγωγή.
      Progress was slowed by…
    Η πρόοδος επιβραδύνθηκε από…
      Slow down before you reach the intersection.
    Κόψε (ταχύτητα) πριν φθάσεις στο διασταύρωση.

Παράγωγα

[επεξεργασία]