slow down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | slow down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slows down |
αόριστος | slowed down |
παθητική μετοχή | slowed down |
ενεργητική μετοχή | slowing down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
slow down (en)
- επιβραδύνω, φρενάρω, μειώνω ταχύτητα
- ↪ Conservative ideas slow down progress.
- Οι συντηρητικές ιδέες φρενάρουν την πρόοδο.
- ↪ Conservative ideas slow down progress.