Μετάβαση στο περιεχόμενο

slow down

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας slow down
γ΄ ενικό ενεστώτα slows down
αόριστος slowed down
παθητική μετοχή slowed down
ενεργητική μετοχή slowing down

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
slow down <  δείτε τις λέξεις slow και down

slow down (en)

  • επιβραδύνω, φρενάρω, μειώνω ταχύτητα
      Conservative ideas slow down progress.
    Οι συντηρητικές ιδέες φρενάρουν την πρόοδο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]