got away with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
got away with (en)
- (βρετανικό) αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του get away with
- (ΗΠΑ) αόριστος του get away with