gracia
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gracia | graciaj |
αιτιατική | gracian | graciajn |
gracia (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gracia | graciaj |
αιτιατική | gracian | graciajn |
gracia (eo)