gramatika

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gramatika (eu)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gramatika (bs)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gramatika < gramatik + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gramatika gramatikaj
αιτιατική gramatikan gramatikajn

gramatika (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gramatika (hr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gramatika (lv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gramatika (lt)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gramatika (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gramatika (sk)