grogner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʁɔ.ɲe/
 

grogner (fr) (αμετάβατο)

  1. (για τον χοίρο, τον αγριόχοιρο και, κατ' επέκταση, για την αρκούδα) βγάζω μια κραυγή
  2. γρούζω
  3. γρυλίζω
  4. γκρινιάζω, εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου

(μεταβατικό)

  1. μουρμουρίζω κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]