grossièreté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grossièreté < grossier
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grossièreté | grossièretés |
grossièreté (fr) θηλυκό
- η χοντροκοπιά
- η αισχρολογία, η χοντράδα, η προστυχιά