Μετάβαση στο περιεχόμενο

grossièreté

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grossièreté < grossier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grossièreté grossièretés

grossièreté (fr) θηλυκό

  1. η χοντροκοπιά
     συνώνυμα: rusticité
  2. η αισχρολογία, η χοντράδα, η προστυχιά
     συνώνυμα: goujaterie, grivoiserie, vulgarité


Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]