grivoiserie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grivoiserie < grivois
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grivoiserie | grivoiseries |
grivoiserie (fr) θηλυκό
- η αθυροστομία
- ο αθυρόστομος λόγος