grivoiserie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- grivoiserie < grivois
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grivoiserie | grivoiseries |
grivoiserie (fr) θηλυκό
- η αθυροστομία
- ο αθυρόστομος λόγος