Μετάβαση στο περιεχόμενο

grossissement

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grossissement grossissements

grossissement (fr) αρσενικό

  1. η μεγέθυνση
     συνώνυμα: agrandissement, amplification
  2. η αύξηση του βάρους ή του όγκου, η διόγκωση
     συνώνυμα: accroissement, développement

Συγγενικά

[επεξεργασία]