ground hog
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ground hog | ground hogs |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ground hog (en)
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του groundhog