grue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Grue

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grue < λατινική grus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡʁy/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grue (fr) θηλυκό

  1. ο γερανός, το βαρούλκο
  2. (ζωολογία) ο γερανός (το πτηνό)
  3. (αργκό) η πόρνη