βαρούλκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

βαρούλκα πρόσδεσης, χειρισμού πρυμνησίων κάβων σε φορτηγό πλοίο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρούλκο τα βαρούλκα
      γενική του βαρούλκου των βαρούλκων
    αιτιατική το βαρούλκο τα βαρούλκα
     κλητική βαρούλκο βαρούλκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρούλκο < αρχαία ελληνική βαρουλκός (μηχανή) < βάρος + ἕλκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρούλκο ουδέτερο

  1. μηχανή για την έλξη μεγάλου βάρους
  2. (ναυτικός όρος): βασική μηχανή καταστρώματος πλοίων, που ανάλογα της χρήσης λαμβάνει και ιδιαίτερη ονομασία π.χ. βαρούλκο αγκύρας, βαρούλκο πρόσδεσης, βαρούλκο φορτωτήρα, βαρούλκο σωσιβίων λέμβων κ.λπ.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]