Μετάβαση στο περιεχόμενο

gula

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gula (id)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gula (la) θηλυκό

  1. (ανατομία) φάρυγγας, λαιμός
  2. η όρεξη, λαιμαργία

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

gula (λατινικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: γούλα
νέα ελληνικά: γούλα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gula (ms)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gula (su)