gula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ινδονησιακά (id)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gula (id)
- η ζάχαρη
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gula (la) θηλυκό
[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
gula (λατινικά)
Πηγές[επεξεργασία]
- gula - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Μαλαϊκά (ms)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gula (ms)
- η ζάχαρη
Σουνδανικά (su)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gula (su)
- η ζάχαρη