hacken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hacken (de)
- (κηπουρική) δουλεύω με αξίνα
- (πτηνά) τσιμπολογώ
hacken (de)