haddock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
haddock | haddocks |
haddock (fr) αρσενικό
- είδος μπακαλιάρου
ενικός | πληθυντικός |
haddock | haddocks |
haddock (fr) αρσενικό