haddock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔa.dɔk/
ομόηχο: ad hoc

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
haddock haddocks

haddock (fr) αρσενικό