ad hoc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ad hoc
- λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
- είναι μια λύση που δόθηκε ad hoc και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλες καταστάσεις
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ad hoc (en)
- λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
Επίρρημα[επεξεργασία]
ad hoc (en)
- λατινικά: ad hoc, γι' αυτόν τον σκοπό
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επιθετική έκφραση[επεξεργασία]
ad hoc (fr)
- επί τούτω, γι' αυτόν τον σκοπό
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ad hoc (la)
- γι' αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό, επί τούτω
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Ομόηχα (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επιθετικές εκφράσεις (γαλλικά)
- Εκφράσεις (γαλλικά)
- Λατινική γλώσσα
- Εκφράσεις (λατινικά)