halucinacio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- halucinacio < γερμανική Halluzination
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | halucinacio | halucinacioj |
αιτιατική | halucinacion | halucinaciojn |
halucinacio (eo)