handkerchief

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
handkerchief handkerchiefs / handkerchieves

Ετυμολογία [επεξεργασία]

handkerchief < hand + kerchief

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

handkerchief (en)

  • το μαντίλι/μαντήλι, κομμάτι από ύφασμα με το οποίο κάποιος σκουπίζει το πρόσωπό του ή φυσά τη μύτη του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]