hanger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hanger hangers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hanger < hang + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hanger (en)

  • η κρεμάστρα για ρούχα
    ⮡  a clothes hanger - κρεμάστρα ρούχων