harcelor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- harcelor < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
harcelor | harcelors |
harcelor (fr) αρσενικό
- ο δυνάστης, ο καταπιεστής
- το αφεντικό που καταπιέζει τους εργάτες ονομάζεται δυνάστης