haunted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | haunted |
συγκριτικός | more haunted |
υπερθετικός | most haunted |
haunted (en)
- στοιχειωμένος
- ⮡ This house seems haunted.
- Αυτό το σπίτι φαίνεται στοιχειωμένο.
- ⮡ This house seems haunted.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]haunted (en)