headlight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
headlight | headlights |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
headlight (en)
- η προβολή του αυτοκινήτου
- ↪ He blinded me with his car’s headlights.
- Με τυφλώνει με τους προβολείς του αυτοκινήτου του.
- ↪ He blinded me with his car’s headlights.