Μετάβαση στο περιεχόμενο

headlight

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
headlight headlights

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
headlight < head + light

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

headlight (en)

  • ο προβολέας ενός αυτοκινήτου, το μπροστινό φανάρι
      He blinded me with his car’s headlights.
    Με τυφλώνει με τους προβολείς του αυτοκινήτου του.
      The driver of the car flashed his headlights twice.
    Ο οδηγός του αυτοκινήτου αναβόσβησε δυο φορές τα μπροστινά φανάρια του.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]