hearsay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hearsay (en)
- πληροφορία κουτσομπολιού, φήμες, λόγια μη αποδείξιμα
- (νομικός όρος) έμμεση μαρτυρία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
κουτσομπολιό