gossip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gossip | gossips |
gossip (en)
- ο κουτσομπόλης
- το κουτσομπολιό
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | gossip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gossips |
αόριστος | gossiped, gossipped |
παθητική μετοχή | gossiped, gossipped |
ενεργητική μετοχή | gossiping, gossipping |
gossip (en)