Μετάβαση στο περιεχόμενο

gossip

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gossip gossips

gossip (en)

  1. (μη μετρήσιμο, συνήθως κακόσημο) το κουτσομπολιό
      It’s all gossip.
    Είναι όλα κουτσομπολιά.
      Don’t listen to people’s gossip.
    Μην ακούς τα κουτσομπολιά του κόσμου.
      Don't believe any of this; it's gossip.
    Μην πιστεύεις τίποτα από αυτά· είναι κουτσομπολιά.
  2. (κακόσημο) ο κουτσομπόληςκουτσομπόλα
      He is a gossip!
    Είναι αυτός ένας κουτσομπόλης!
     συνώνυμα: gossiper
ενεστώτας gossip
γ΄ ενικό ενεστώτα gossips
αόριστος gossiped, gossipped
παθητική μετοχή gossiped, gossipped
ενεργητική μετοχή gossiping, gossipping

gossip (en)

  • κουτσομπολεύω
      She goes around all day gossiping.
    Όλη την ημέρα γυρίζει και κουτσομπολεύει.