gossip
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gossip | gossips |
gossip (en)
- (μη μετρήσιμο, συνήθως κακόσημο) το κουτσομπολιό
- ⮡ It’s all gossip.
- Είναι όλα κουτσομπολιά.
- ⮡ Don’t listen to people’s gossip.
- Μην ακούς τα κουτσομπολιά του κόσμου.
- ⮡ Don't believe any of this; it's gossip.
- Μην πιστεύεις τίποτα από αυτά· είναι κουτσομπολιά.
- ⮡ It’s all gossip.
- (κακόσημο) ο κουτσομπόλης/η κουτσομπόλα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | gossip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gossips |
αόριστος | gossiped, gossipped |
παθητική μετοχή | gossiped, gossipped |
ενεργητική μετοχή | gossiping, gossipping |
gossip (en)
- κουτσομπολεύω
- ⮡ She goes around all day gossiping.
- Όλη την ημέρα γυρίζει και κουτσομπολεύει.
- ⮡ She goes around all day gossiping.